- συνδεσμώτης
- ο товарищ по заключению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδεσμώτης — fellow prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεσμώτης — ο, ΝΜΑ [δεσμώτης] συνδέσμιος … Dictionary of Greek
συνδεσμωτῶν — συνδεσμώτης fellow prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεσμῶται — συνδεσμώτης fellow prisoner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… … Dictionary of Greek
ξυνδεσμωτῶν — συνδεσμωτῶν , συνδεσμώτης fellow prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)